- Φαίστος
- Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα, δηλαδή καλά κατοικημένη, και μνημονεύεται από τον ίδιο η συμμετοχή της, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, στον Tρωικό πόλεμο. Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι η Φ. ήταν, μαζί με την Κνωσό και την Κυδωνία, μία από τις τρεις κύριες πόλεις που ίδρυσε ο Μίνωας στην Κρήτη. Αντίθετα, ο Παυσανίας και ο Στέφανος Βυζάντιος υποστηρίζουν ότι την ίδρυσε ο Φαίστος, γιος του Ηρακλή ή γιος του Ροπάλου. Ειδικότερα η Φ. συνδέεται με τον Ραδάμανθυ, ο οποίος κατά μία παράδοση φέρεται ως γιος του Φαίστου.
Οι πληροφορίες αυτές της φιλολογικής παράδοσης έστρεψαν νωρίς το ενδιαφέρον των ερευνητών προς τον χώρο της Φ. Τη θέση της εντόπισε πρώτος ο Άγγλος πλοίαρχος Σπρατ (ο οποίος περιηγήθηκε την Κρήτη κατά τα έτη 1851-53) στον ανατολικότερο μιας σειράς λόφων που δεσπόζουν στην πεδιάδα της Κάτω Μεσαράς, νότια του ποταμού Γεροπόταμου (αρχαίου Ληθαίου). Η εντόπιση και ταύτιση έγινε, κυρίως, με βάση τις πληροφορίες του Στράβωνα, ο οποίος καθορίζει τη θέση της πόλης από τη γειτονική Γόρτυνα, τα Μάταλα και τη θάλασσα. Το 1884 ο Ιταλός αρχαιολόγος Άλμπερ επισκέπτεται τον αρχαιολογικό χώρο της Φ. Η τυχαία ανεύρεση πρωτομινωικών ταφικών αντικειμένων κοντά στον ναΐσκο του Aγίου Ονουφρίου βόρεια της Φ. και η ανακάλυψη του περίφημου σπηλαίου των Καμαρών στις πλαγιές του Ψηλορείτη απέναντι από τη Φ. ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον για την περιοχή.
Η ανακήρυξη στο νησί της Κρητικής Πολιτείας το 1898 δημιούργησε και για τη Φ. ευνοϊκές συνθήκες ανασκαφικής έρευνας, καθώς αμέσως τότε παραχωρήθηκε στην Ιταλική Αποστολή το δικαίωμα ανασκαφών. Προηγήθηκαν μερικές προκαταρκτικές επιφανειακές έρευνες και, αφού παρατηρήθηκε σειρά ογκολίθων στον ανατολικότερο λόφο, άρχισε η συστηματική ανασκαφή τον Ιούνιο του 1900. Η αποκάλυψη του περίφημου ανακτόρου της Φ. δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Η ανασκαφή του νεότερου ανακτόρου είχε ουσιαστικά τελειώσει το 1909, έγιναν όμως ακόμα μερικές συμπληρωματικές εργασίες έως το 1914 και άλλες κατά τη διάρκεια του Mεσοπολέμου.
Το 1950 συνεχίστηκαν στον χώρο της Φ. οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Ήρθαν στο φως μεγάλα τμήματα του πρώτου ανακτόρου, θαυμάσια καμαραϊκά πολύχρωμα αγγεία και σειρά από πολύ ενδιαφέροντα σφραγίσματα. Γύρω από το ανάκτορο, στις πλαγιές και στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν η πόλη, όπως φανερώνουν οι μινωικές οικίες που αποκαλύφθηκαν στη θέση Χάλαρα ανατολικά του ανακτόρου και κοντά στον μικρό ναό της Αγίας Φωτεινής βόρεια αυτού. Η πόλη πιθανόν συνεχιζόταν και προς νότο έως το σημερινό χωριό Άγιος Ιωάννης. ΝΔ της Φ., στη θέση Καμηλάρης, βρέθηκε ένας μεγάλος και πλούσιος σε ευρήματα θολωτός τάφος, ο οποίος ανήκε ασφαλώς στην πόλη. ΒΑ της πόλης, στη θέση Καλύβια, ανασκάφηκαν από τον Στ. Ξανθουδίδη πλούσιοι τάφοι πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων.
Γενικά, τα ερείπια της Φ. καταλαμβάνουν μια μεγάλη έκταση και καλύπτουν, σχεδόν με συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, που αρχίζει από τα νεολιθικά χρόνια και τελειώνει στα ύστερα ελληνιστικά.
Λείψανα οικιών της νεολιθικής εποχής ανακαλύφθηκαν σε ορισμένα σημεία της δυτικής πτέρυγας και της κεντρικής αυλής, κάτω από τα δάπεδα του ανακτόρου. Στο νότιο μέρος της αυλής βρέθηκε επίσης μια κυκλική κατασκευή των νεολιθικών χρόνων. Τεμάχια αγγείων, λίθινοι πελέκεις, λεπίδες οψιδιανού, πήλινα αναθηματικά ειδώλια και ζώδια περιλαμβάνονται στα νεολιθικά κινητά ευρήματα που ήρθαν στο φως.
Υπονεολιθική κεραμική και προανακτορικά λείψανα αποκαλύφθηκαν στη δυτική πτέρυγα και στο περιστύλιο της βόρειας. Προανακτορικά ευρήματα επίσης βρέθηκαν έξω από την πρόσοψη των παλαιών ανακτόρων στον νοτιοδυτικό τομέα και πάνω από την κυκλική κατασκευή, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω.
Το πρώτο ανάκτορο χτίστηκε λίγο μετά το 2000 π.Χ. και μας είναι γνωστό σήμερα χάρη στις έρευνες του Περνιέ και κυρίως του Ντόρο Λέβι, ο οποίος αποκάλυψε ένα μεγάλο, άγνωστο τμήμα τους. Το τμήμα αυτό βρίσκεται χαμηλότερα από τη δυτική αυλή και έχει ωραία πρόσοψη ορθοστατών με τις συνήθεις εσοχές και εξοχές, πλακοστρωμένη αυλή και πυργοειδή προεξοχή με ράμπα, η οποία οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο. Το παλαιό ανάκτορο έπαθε τρεις καταστροφές σε χρονικό διάστημα περίπου τριών αιώνων. Μετά την πρώτη και τη δεύτερη καταστροφή έγινε επισκευή και ανοικοδόμηση, αντίστοιχα, γι’ αυτό ακριβώς διακρίνονται και τρεις οικοδομικές φάσεις.
Μετά την τελευταία καταστροφή, που έγινε περί το 1700 π.Χ., δεν υπάρχουν πια στην ουσία τα παλαιά ανάκτορα. Γίνεται ριζική ανοικοδόμηση. Η γραμμή των προσόψεων αλλάζει και σχηματίζονται νέα δάπεδα, υψηλότερα από τα προηγούμενα. Η φάση αυτή ανήκει στην περίοδο των νέων ανακτόρων. Κατά την περίοδο αυτή η δυτική πρόσοψη του παλαιού ανακτόρου μεταφέρεται ανατολικότερα και διαμορφώνονται τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα των νεοανακτορικών χρόνων. Οι πλατύτερες βαθμίδες του θεατρικού χώρου, σε συνδυασμό με τα άλλα δυο λαμπρά κλιμακοστάσια, πρόσθεταν σε μεγαλοπρέπεια στην προσπέλαση προς την κύρια αίθουσα των προπυλαίων με τις πανύψηλες πόρτες. Δίδυμη πύλη οδηγούσε με πλατύ διάδρομο κατευθείαν στην κεντρική αυλή. Η λαμπρότητα του εσωτερικού των αιθουσών οφειλόταν στην επένδυση των δαπέδων και των τοίχων με πλάκες λεπτόκοκκου και κατάλευκου γυψόλιθου. Ευρύχωρες αίθουσες τελετουργιών υπήρχαν στα επάνω πατώματα της δυτικής πτέρυγας, αλλά είναι άγνωστη η πραγματική μορφή τους. Μια λαμπρή είσοδος από την κεντρική αυλή οδηγούσε στα βασιλικά διαμερίσματα, που οι στοές και οι βεράντες τους έβλεπαν προς τις κορυφές του Ψηλορείτη. Για τους πρίγκιπες υπήρχαν ιδιαίτερα δωμάτια, μικρότερα και λιγότερο πολυτελή από τα δωμάτια των βασιλικών διαμερισμάτων. Στους αποθέτες του βόρειου συγκροτήματος βρέθηκε ο περίφημος δίσκος της Φ. με την ιερογλυφική γραφή. Τα εργαστήρια ήταν συγκεντρωμένα γύρω από μια αυλή στο ανατολικό κράσπεδο του ανάκτορου. Στο κέντρο της αυλής ανακαλύφθηκε ένα πεταλόσχημο κτίριο, που ήταν ένα είδος υψικαμίνου για την τήξη του χαλκού.
Η ζωή των νέων ανακτόρων τερματίζεται μεταξύ του 1500 και 1450 π.Χ., αφού τη χρονική αυτή περίοδο καταστρέφονται οριστικά, μαζί με όλους τους άλλους μινωικούς χώρους. Η χρονολογία προκύπτει από την κεραμική, η οποία γνωρίζει μεν τον θαλάσσιο ρυθμό, αλλ’ αγνοεί τον ανακτορικό, που αναπτύχθηκε στην Κνωσό στην επόμενη φάση. Κατά τον ίδιο τρόπο απουσιάζει από τη Φ. η γραμμική γραφή Β. Υπήρξε όμως ανακατάληψη και στη Φ. στην ύστερη μυκηναϊκή περίοδο, οπότε κατοικήθηκαν από ιδιώτες πολλά από τα τμήματα του ανακτόρου. Η ζωή της πόλης συνεχίζεται και μετά τη δωρική κατάκτηση (1100 π.Χ.), αφού κατά τις ανασκαφές των τελευταίων χρόνων ήρθαν στο φως λείψανα της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής φάσης. Από τα λείψανα της αρχαϊκής περιόδου το πιο σημαντικό είναι ο ναός της Ρέας, ο οποίος βρίσκεται ΝΔ του ανακτόρου. Στην αρχαϊκή περίοδο ανήκουν και μερικοί ωραίοι ανάγλυφοι πίθοι. Στη θέση Χάλαρα, Α του ανακτόρου, ανακαλύφθηκαν οικίες της ελληνιστικής περιόδου με πρόσοψη από λαξευτούς πωρόλιθους και κλίμακα, οι οποίες ανάγονται σε δύο διαδοχικές φάσεις.
Γύρω στο 150 π.Χ. η ζωή της Φ. τερματίζεται σχεδόν οριστικά: νικιέται από τη γειτονική και ισχυρότερη τότε πόλη Γόρτυνα και καταστρέφεται εντελώς.
Αρχαία λείψανα από τη Φαιστό.
Το κλιμακοστάσιο δεξιά οδηγούσε στα επίσημα διαμερίσματα του ανακτόρου και εκείνο αριστερά στα βόρεια του ανακτόρου.
Η κεντρική αυλή του ανακτόρου.
Άποψη από τα ανάκτορα της Φαιστού.
* * *ο / Φαῑστος, ΝΑμυθ. γιος τού Ηρακλέους, βασιλιάς τής Σικυώνος, που καθιέρωσε στην πόλη τη λατρεία τού πατέρα του ως θεού και ο οποίος, ακολουθώντας χρησμό, μετοίκησε στην Κρήτη, όπου ίδρυσε την φερώνυμη πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανή είναι η σύνδεση τής λ. με το τοπων. Φαιστός].
Dictionary of Greek. 2013.